Ως κλινικός όρος το άγχος, μια λέξη πολύ αγαπημένη και πολύ χρησιμοποιημένη στην εποχή μας, περιγράφει την αγωνιώδη και φοβική συμπεριφορά που εκφράζουμε ως άτομα, μόλις θεωρήσουμε ότι μια κατάσταση περιέχει κίνδυνο για μας τους ίδιους ή για τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Η πεποίθηση ότι υπάρχει κίνδυνος ή απειλή, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει αντικειμενικά, συνιστά το σημείο κλειδί για να κατανοηθεί ο μηχανισμός παραγωγής και συντήρησης του παθολογικού άγχους.
Βέβαια η λέξη άγχος, πηγάζει από το αρχαίο ελληνικό ρήμα άγχω που σημαίνει σφίγγω, πνίγω, στραγγαλίζω. Ίσως αυτό να εξηγεί την προκατειλημμένη χρήση του, και την επιθυμία μας να απαλλαγούμε μόνιμα και για πάντα από αυτό το συναίσθημα στην καθημερινότητα μας. Γεγονός ωστόσο που αν επιτυγχάνονταν θα αποτελούσε ασύμφορο συμβάν για τον οργανισμό μας, καθώς, όσο αστείο κι αν ακούγεται, είναι αναγκαίο για την επιβίωσή μας. Το άγχος είναι μια μορφή προειδοποιητικού συστήματος (alarm system) το οποίο καλλιεργήθηκε, οξύνθηκε και εδραιώθηκε κατά την εξελικτική μας πορεία. Κατά βάσει λοιπόν, το μόνο που επιθυμεί η αγχώδης αντίδραση είναι να διεγείρει και να κινητοποιήσει το άτομο ώστε να αντιδράσει και να προσαρμοστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο περιβάλλον. Έτσι θα λέγαμε ότι το άγχος είναι απόλυτα αναγκαίο και άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη επιβίωση άρα και ύπαρξη.
Κάποιες φορές όμως παύει να είναι σύμμαχος και γίνεται ο χειρότερος μας εχθρός.
Τότε μας εμποδίζει να μιλήσουμε μπροστά σε κόσμο, να βγούμε να περπατήσουμε μόνοι ή να διασκεδάσουμε με παρέα σε θέατρο και συναυλίες. Είναι πάντοτε παρόν, κάνοντας τα χέρια μας να τρέμουν και το στομάχι μας να σφίγγεται. Κάνοντας την αναπνοή μας να μαρτυρά αγωνία και υπερένταση.
Πότε γίνεται το άγχος δυσλειτουργικό;
Θα λέγαμε απλά ότι το άγχος γίνεται παθολογικό όταν πυροδοτείται συχνά, χωρίς ωφέλεια και με δυσανάλογη ένταση και διάρκεια προς το ερέθισμα που το προκάλεσε.
Στην περίπτωση αυτή η λειτουργικότητα και η ποιότητα της ζωής μας επηρεάζεται σημαντικά, με αποτέλεσμα να κρίνεται απαραίτητη η διερεύνηση και ερμηνεία της πραγματικής πηγής άγχους (που δεν είναι πάντα οφθαλμοφανή) και η διαχείριση (και εκμάθηση της διαχείρισης) των στρεσογόνων παραγόντων.
Κρίσεις Πανικού
Σύμφωνα με το DSM 5 – πρόκειται για αιφνίδιο ξέσπασμα έντονου φόβου ή έντονης δυσφορίας, που κορυφώνεται εντός λίγων λεπτών και διακατέχεται από τουλάχιστον τέσσερα από τα ακόλουθα συμπτώματα:
• Αίσθημα παλμών ή καρδιά που «σφυροκοπά»
• Εφίδρωση
• Τρέμουλο
• Αίσθημα λαχανιάσματος ή ασφυξίας
• Αίσθημα πνιγμονής
• Πόνος ή δυσφορία στον θώρακα
• Ναυτία ή κοιλιακή ενόχληση
• Αίσθημα ζάλης, αστάθεια ή τάση για λιποθυμία
• Ρίγη ή αίσθημα ζέστης
• Παραισθήσεις (μούδιασμα ή μυρμηγκιάσματα)
• Αποπραγματοποίηση (αίσθημα μη πραγματικού) ή αποπροσωποποίηση (αίσθημα απόστασης από τον ίδιο τον εαυτό)
• Φόβος απώλειας του ελέγχου ή «ότι θα τρελαθεί»
• Φόβος θανάτου
Φοβίες
Στη Διαταραχή αυτή εμφανίζεται έντονο άγχος μόνον υπό ορισμένες συνθήκες.
Το άτομο βασανίζεται προκαταβολικά από έντονο φόβο καθώς αναμένει ή προβλέπει ότι θα αντιμετωπίσει τις αγχογόνες συνθήκες και έπειτα είτε τις αποφεύγει είτε τις υπομένει με έντονο φόβο ή άγχος.
Αγοραφοβία
Σύμφωνα με το DSM -5 στην Αγοραφοβία βιώνεται έντονος φόβος ή άγχος για τουλάχιστον δυο από τις ακόλουθες καταστάσεις:
• Να χρησιμοποιεί τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας όπως λεωφορεία, αεροπλάνα, τρένα, πλοία
• Να βρίσκεται σε ανοικτούς χώρους, σε χώρους στάθμευσης, αγορές, γέφυρες
• Να στέκεται στην ουρά ή μέσα σε πλήθος
• Να είναι μόνος έξω από το σπίτι
Το άτομο φοβάται ή αποφεύγει να βιώσει αυτές τις καταστάσεις καθώς σκέφτεται ότι ή διαφυγή του μπορεί να είναι δύσκολη, ή να μην υπάρχει κάποιος να το βοηθήσει σε περίπτωση που παρουσιάσει συμπτώματα πανικού, ή άλλα συμπτώματα ανικανότητας ή συμπτώματα που θα το ντροπιάσουν.
Κοινωνική φοβία
Η κοινωνική φοβία χαρακτηρίζεται από έντονο φόβο ή άγχος για μια ή περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις στις οποίες το άτομο εκτίθεται και νιώθει ότι γίνεται αντικείμενο παρατήρησης (π.χ. όταν τρώει ή πίνει), όταν ενεργεί μπροστά σε άλλους (π.χ. κάνοντας μια ομιλία), ή όταν αλληλεπιδρά με άλλα άτομα.