Η πρώτη συναισθηματική σχέση που συνάψαμε ως άνθρωποι δημιουργήθηκε με όχημα το φαγητό, που σήμαινε τότε για μας, ως ανυπεράσπιστα και μη αυτοεξυπηρετούμενα πλάσματα, επιβίωση. Μια σχέση που αφενός συντέλεσε στη διαμόρφωση της στάσης μας απέναντι στο φαγητό, και αφετέρου μας δίδαξε τις κρυφές και φανερές αξίες της μητέρας μας.
Αξίες οι οποίες άλλοτε χρωμάτιζαν το φαγητό ως δώρο που έχρηζε ανταπόδοση και άλλοτε πάλι ως την μοναδική φροντίδα και το μοναδικό νοιάξιμο προς εμάς και τη ζωή μας. Ίσως κάποιες φορές να το διαπότιζαν αυθόρμητα και ανεπαίσχυντα με την ευγνωμοσύνη που θα έπρεπε να νιώθουμε για την αφθονία τροφής που μας παρείχαν, (καλλιεργώντας βέβαια έτσι τις ενοχές και την υποταγή μας) και κάποιες άλλες φορές όμως ίσως εμείς, μυστικά, να αναγνωρίσαμε μέσα από τη διαδικασία της σίτισης την ικανοποίηση ή την αδιαφορία που μπορεί να ένιωθε η μητέρα όταν καταναλώναμε όλο μας το φαγητό. Έτσι, μπορεί να μάθαμε να ελκύουμε την προσοχή της είτε επιζητώντας φαγητό δίχως να πεινάμε , είτε αρνούμενοι να φάμε.
Στόχος της ψυχοθεραπείας είναι να ανασύρει στην επιφάνεια τους μη συνειδητούς παράγοντες που οδηγούν σε ανάλογες συμπεριφορές και να εκπαιδεύσει τον θεραπευόμενο να αναγνωρίζει και να διαχειρίζεται καλύτερα σκέψεις και συναισθήματα.
Ψυχογενής Ανορεξία
Συνήθως ακούγοντας τον όρο «ψυχογενής ανορεξία» συμπεραίνεται αυθαίρετα η ακούσια απώλεια της διάθεσης για φαγητό. Στην πραγματικότητα ωστόσο το άτομο απαγορεύει ή μειώνει μόνο του και εσκεμμένα στον εαυτό του την τροφή, παρότι πεινάει. Δίχως λοιπόν να έχει χορτάσει, δεν επιτρέπει στον εαυτό του να φάει άλλο, προκειμένου να αδυνατήσει ή να παραμείνει αδύνατο.
Πρόκειται για μια χρόνια διαταραχή η οποία είναι πιο συχνή στις γυναίκες (1,20% – 2,2%) παρά στους άντρες (~0,3% ). Η πιο συνηθισμένη ηλικία πρωτοεμφάνισης κυμαίνεται μεταξύ των δέκα (10) και δέκα εννιά (19) ετών, αραιότερα στη μέση ηλικία ενώ σπάνια εκδηλώνεται σε προχωρημένη ηλικία ή σε παιδιά προεφηβικού σταδίου.
Τα διαγνωστικά κριτήρια της ψυχογενούς ανορεξίας κατά το DSM 5 είναι τα παρακάτω:
• Το άτομο περιορίζει αισθητά τις θερμίδες που προσλαμβάνει ημερησίως, συμπεριφορά που το οδηγεί σε σωματικό βάρος χαμηλότερο από το ελάχιστα φυσιολογικό σε σχέση με την ηλικία και το φύλο του.
• Έχει έντονο φόβο ότι θα αυξηθεί το βάρος του ή ότι θα γίνει παχύ ή προσπαθεί επίμονα να μειώσει το βάρος του
• Παρουσιάζει διαταραχή στην αντίληψη της διάπλασης του σώματός του
Ψυχογενής Βουλιμία
Στην Ψυχογενή Βουλιμία (ΨΒ) ο πάσχον καταναλώνει πολύ μεγαλύτερη ποσότητα τροφής από ότι θα απαιτούσε ο οργανισμός ενός ανθρώπου σε ένα γεύμα. Κατά τη διάρκεια του γεύματος ο πάσχον αισθάνεται ότι δεν μπορεί να σταματήσει να τρώει ή ότι δεν μπορεί να ελέγξει τι και πόσο τρώει. Παρά αυτά το άτομο διατηρεί το φυσιολογικό βάρος του, διότι μετά από ένα υπερφαγικό επεισόδιο έχει έντονες ενοχές για τη συμπεριφορά του και φοβάται ότι θα παχύνει. Για αυτό το λόγο επιθυμεί και προξενεί την απομάκρυνση της τροφής από το σώμα του, είτε με την πρόκληση εμετού, είτε με την κατανάλωση καθαρτικών ή και διουρητικών. Άλλες αντισταθμιστικές συμπεριφορές που παρατηρούνται είναι η κατανάλωση κατασταλτικών της όρεξης, η νηστεία και η υπερβολική άσκηση.
Διαταραχή Υπερφαγείας
Παρότι η Ψυχογενής Βουλιμία και η Διαταραχή Υπερφαγίας είναι παρόμοιες διαταραχές, διαφοροποιούνται στο σημείο της έλλειψης των αντισταθμιστικών συμπεριφορών, με αποτέλεσμα το άτομο να διατηρεί συχνά ένα αυξημένο σωματικό βάρος .
Επιπλέον, η υπερκατανάλωση φαγητού συχνά συμβαίνει επεισοδιακά, δηλαδή συμβαίνει σε στιγμές όπου το άτομο βιώνει συναισθηματική διέγερση ή αναστάτωση. Επίσης μπορεί να βιωθεί ως έμμονη ιδέα στα πλαίσια της οποίας το άτομο νιώθει έντονη ανάγκη να τρώει διαρκώς, ακόμη και δίχως σημαντική αιτία . Μάλιστα πέραν από την σίτιση, ένα είδος καταναγκασμού μπορεί να παρατηρηθεί και στην γενικότερη ενασχόληση του με το φαγητό, καθώς η ιδέα της διατροφής, η επιλογή του φαγητού (διάφορες συνταγές, προέλευση των υλικών κτλ), η ετοιμασία και η αποθήκευση, μπορεί να το απασχολούν πολύ.
Ωστόσο για να θεωρηθεί Διαταραχή Υπερφαγίας σύμφωνα με το DSM 5, οι κρίσεις υπερφαγίας θα πρέπει να σχετίζονται με τουλάχιστον τρία από τα εξής κριτήρια:
• να τρώει πιο γρήγορα από το φυσιολογικό
• να τρώει μεγάλες ποσότητες φαγητού δίχως να πεινάει
• να συνεχίζει ακάθεκτα την κατανάλωση φαγητού ώσπου να νιώσει δυσάρεστα υπερπλήρης
• να τρώει μόνος (ή κρυφά) γιατί νιώθει ντροπή για το πόσο πολύ τρώει
• μετά το πέρας του επεισοδίου το άτομο να περιφρονεί τον εαυτό του βιώνοντας αποστροφή, θλίψη ή ενοχές