Πένθος

Πένθος

«Και ξαφνικά έφυγε, κι έμεινα μόνη. Τον έχασα. Και ο κόσμος μοιάζει φτωχός, αδιάφορος. Άδειος.  Τίποτα δεν έχει πλέον να μου δώσει η ζωή, μα και να μου έδινε ακόμη, καμιά αξία δεν θα είχε, αφού δεν υπάρχει πια εκείνος».  (Μαρίνα, 42 ετών)

Η απώλεια και το πένθος είναι έννοιες που δεν χρειάζονται να συστηθούν, καθώς στο βάθος της ψυχής μας όλοι γνωρίζουμε ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της ζωής. Μάλιστα δεν θα ήταν ιδιαίτερα παράτολμο αν λέγαμε ότι όπου υπάρχει ζωή υπάρχει και θάνατος.

Ενα αγαπημένο μας πρόσωπο λοιπόν πέθανε. Μια λέξη που  πολλές φορές δυσκολευόμαστε να  εκφέρουμε καθώς χρωματίζει μια οριστική και αμετάκλητη κατάσταση χωρίς να επιδέχεται καμία διόρθωση. Και ενώ προσδιορίζει την κατάσταση κάποιου άλλου, επιτρέπει σε εμάς να διατηρήσουμε μια θέση παρατηρητή. Στον αντίποδα η λέξη «έχασα» μας τοποθετεί στο επίκεντρο του κυκλώνα προσδιορίζοντας  τον τρόπο με τον οποίο εμείς βιώνουμε την  κατάσταση: εγώ έπαθα κάτι, εγώ έχασα κάτι που ήταν δικό μου.

Και δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια.

Ένα αγαπημένο μας πρόσωπο έφυγε για πάντα, και ο ρόλος που κατείχε στη ζωή μας έμεινε κενός. Δεν θα μπορούμε να μοιραστούμε πλέον μαζί του την χαρά και τον πόνο μας. Μα κυρίως δεν θα μπορούμε να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τα δικά του μάτια (π.χ. αν μάθει ο πατέρας μου ότι εγώ… θα είναι πολύ περήφανος για μένα, θα στεναχωρηθεί η μητέρα μου για…), και να υπάρχουμε μέσα από αυτόν. Μα και ο δικός μας ρόλος, ο ρόλος που είχαμε πλάι του, απέμεινε κενός και άχρηστος. Δεν χρειάζεται να νοιαζόμαστε ούτε να  «ζούμε»  πλέον για το αγαπημένο μας πρόσωπο.  Μαζί με το άτομο που αγαπούσαμε και «έφυγε» χάνετε κι ένα μικρό κομμάτι του δικού μας εαυτού, καθώς ένα μέρος της ταυτότητάς μας προσδιορίστηκε και δομήθηκε με γνώμονα της δικής του συμπεριφοράς και προσωπικότητας.

Έτσι λοιπόν όσο περισσότερο νόημα ζωής μας έδινε το άτομο που δεν υπάρχει πλέον στη ζωή μας, όσο σπουδαιότερο ρόλο διαδραμάτιζε στην ταυτότητά μας (στην αίσθηση του ποιος είμαι), τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η απώλεια που θα βιώσουμε.

Ωστόσο η διάρκεια και η ένταση του πένθους μπορεί να εξαρτηθεί και από τους άλλους παράγοντες όπως:

  • Από την συναισθηματική εγγύτητα που χαρακτήριζε τη σχέση.

Αυτό σημαίνει ότι ο βαθμός στον οποίο υπήρξαμε «δεμένοι» με το άτομο ή ο βαθμός στον οποίο μας καθόριζε την καθημερινότητα μας, ενδέχεται να επηρεάσει τη θλίψη και τον πόνο που θα βιώσουμε.

  • Από τον βαθμό που αντιστάθμιζε τη ζωή μας

Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιζε για την σωματική και ψυχική μας ευεξία; Χρειαζόμουν το αγαπημένο μου άτομο για να νιώθω ότι έχει αξία ο εαυτός μου; Πόσο καλά μπορώ να υπάρχω και μόνος/η μου; Πόση αξία έχω ως μονάδα; Θεωρώ σημαντικά τα όσα καταφέρνω να κάνω στην καθημερινότητά μου; Νιώθω αγαπητός/ή και αποδεκτός/ή από τον κοινωνικό περίγυρο παρότι είμαι χωρίς το αγαπημένο άτομο;

  • Από την νοηματοδότηση του θανάτου του

Μήπως αυτή η εξέλιξη ήταν η καλύτερη δυνατή για το αγαπημένο μας άτομο; Μήπως επιτέλους ανακουφίστηκε;

  • Από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον θάνατο ως θάνατο

Η θρησκεία, οι κοινωνικές νόρμες και το κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ανατραφήκαμε ή /και ζούμε επηρεάζουν τη στάση και τις απόψεις μας απέναντι στον θάνατο.

  •  Από το πώς αντιμετωπίσαμε τις προηγούμενες απώλειες της ζωής μας

 

Μέσα από την ψυχοθεραπεία θα δημιουργηθεί ο χώρος για να ενταχθεί η απώλεια του αγαπημένου μας ατόμου στην ιστορία της ζωής  μας. Θα αποδώσουμε νόημα σε όσα ζήσαμε, θα αναθεωρήσουμε και θα επαναπροσδιορίσουμε εαυτό, ρόλους και στόχους, αλλά και σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, προτεραιότητες και αξίες.  Προοδευτικά θα μάθουμε να αντιμετωπίζουμε με διαφορετική ωριμότητα και συνειδητότητα της προκλήσεις της ζωής.

 

«Όλες οι αλλαγές εμπεριέχουν την απώλεια,

όπως και όλες οι απώλειες απαιτούν την αλλαγή.»  R.Neimeyer

 

Μοιραστείτε το

Μενού